Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πως ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, γίνεται πιο επιτακτικός από ποτέ


Γράφει ο Άρης Σηφάκης*

Πρόκειται για ένα αίτημα που υφίσταται και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διαφωνιών από το έτος 1833, που η Εκκλησία της Ελλάδας κατέστη αυτοκέφαλη και έπαψε να υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Σήμερα, που σε όλα τα κράτη της Ευρώπης, και σχεδόν σε όλου του πλανήτη, προστατεύεται συνταγματικά τουλάχιστον, το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας και της ελεύθερης ασκήσεως της λατρείας, η κρατική βούληση έχει εναποθέσει το ζήτημα επιλογής του θρησκευτικού δόγματος στην ελεύθερη συνείδηση του κάθε ατόμου. Ο διαφωτιστής Τζον Λόκ, υποστήριζε από τον 17ο αιώνα, πως καμία κυβέρνηση δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στα ζητήματα θρησκευτικής πίστεως, καθώς αυτά είναι ζητήματα ατομικής συνείδησης και μόνο. Οι Διαφωτιστές πέρασαν στις σημερινές δυτικές δημοκρατίες την αντίληψη του κοσμικού λοιπόν κράτους, ενός κράτους δηλαδή που δεν δικαιούται να παρέμβει στο κομμάτι της πίστεως, και κατοχυρώνει το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας, το δικαίωμα του καθενός να ασπάζεται όποιο θρησκευτικό δόγμα θέλει, αλλά και από την άλλη κανένα δόγμα ή οργανωμένη θρησκεία να μην μπορεί και να μην πρέπει να παρεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο ένα κράτος ασκεί την εξουσία του σε διάφορους τομείς, όπως εκπαίδευση, κοινωνικά ζητήματα όπως αμβλώσεις κτλπ. Συνεπώς σε ένα κοσμικό κράτος, η θρησκεία φέρει το χαρακτήρα ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που δεν αποτελεί μέρος της εξουσίας, αλλά απορρέει από το δικαίωμα των πολιτών να συνεταιρίζονται και να ιδρύουν νομικά πρόσωπα. Στην Ελλάδα όμως του 2020, τα πράγματα δεν έχουν δυστυχώς έτσι.

Παρά το ότι ήμασταν ένα από τα πρώτα κράτη παγκοσμίως που κατοχυρώθηκε η θρησκευτική ελευθερία, η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί ακόμη παράρτημα του Κράτους (με την μορφή Ν.Π.Δ.Δ.), και εξακολουθεί να φέρει πάνω της προνόμια από νομικής φύσεως, έως και οικονομικά. Το υψηλό ποσοστό των Ορθοδόξων στη χώρα μας, αλλά κυρίως η έντονη θρησκοληψία που διακατέχει μεγάλο μέρος της κοινωνίας, καθιστούν πιο δυσχερή, μια προσπάθεια διαχωρισμού του κράτους από την εκκλησία, ακόμα και σε πολλά υποσχόμενες κυβερνήσεις πάνω σε αυτό το ζήτημα, όπως ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι κατήργησε επιτέλους την υποχρεωτική προσευχή στα σχολεία.

Όμως, είναι απαράδεκτο μια κυβέρνηση να εξουσιοδοτεί την εκπαίδευση, να καλλιεργεί θρησκευτική συνείδηση στους μαθητές, όπως επιτάσσει δυστυχώς το αρ.16 παρ.2 του συντάγματος. Το κράτος δεν έχει καμία υποχρέωση απολύτως να αναπτύξει το θρησκευτικό αίσθημα των μαθητών, αλλά το τελευταίο εναπόκειται στη ξεχωριστή βούληση του καθενός. Τα σχολεία πρέπει να είναι κοσμικά και να μην τηρούν όπως γινόταν μέχρι προσφάτως κανένα θρησκευτικό τύπο (πχ προσευχή). Αυτό, όχι τόσο για να μην θεωρηθούν ότι ασκούν κάποια διάκριση προς ετερόδοξους μαθητές πχ μουσουλμάνους, αλλά πολύ περισσότερο διότι ένα κράτος που θεωρείται και πρέπει να θεωρείται φιλελεύθερο, οφείλει να κρίνει τον εαυτό του ως υπεράνω θρησκευτικών δογμάτων και να θέτει ως κύριες αξίες του τη δημοκρατία, το σύνταγμα, τους νόμους και το λαό. Η νοοτροπία του «η Ορθοδοξία εκπροσωπεί την Ελλάδα και για αυτό, πρέπει το κράτος να την προστατεύει» πέρα από ιστορικά λανθασμένη, είναι πέραν για πέραν αναχρονιστική και δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό νόημα της κρατικής εξουσίας! Ακριβώς, με το ίδιο σκεπτικό, κρίνω αναγκαίο να καταργηθεί η συνταγματική διάταξη του αρ.3 παρ.1 που αναφέρει την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσα, καθώς το ότι συνιστά το δόγμα με την ευρύτερη αποδοχή, δεν συνεπάγεται ότι, το σύνταγμα ως υπέρτατος νόμος -που σε ένα μέρος του δεν μεταβάλλεται ούτε καθορίζεται από τη βούληση του λαού (τα λεγόμενα μη αναθεωρήσιμα άρθρα)-, πρέπει να διαπνέεται από ανάλογες θρησκευτικές ευαισθησίες.

Με αυτό το πνεύμα, οι εκπρόσωποι του λαού (βουλευτές) που ασκούν τα καθήκοντα τους στο όνομα και για λογαριασμό του, όπως ορίζει το σύνταγμα, δεν έχουν κανένα λόγο να ορκίζονται με θρησκευτικό όρκο. Εδώ θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι, η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου (όπως συνέβη με το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την όρκιση στα ποινικά δικαστήρια), συνιστά παράβαση της θρησκευτικής ελευθερίας και δήλωσης πίστεως. Δεν είναι έτσι. Και δεν είναι έτσι, ακριβώς διότι δεν αποστερείται ο βουλευτής του δικαιώματος της πίστεως του ως άτομο στην ιδιωτική του ζωή, αλλά από τη στιγμή που δίνει όρκο ως βουλευτής και όχι ως άτομο, οφείλει να ορκίζεται παρά μόνο στο Σύνταγμα, το Λαό και το Έθνος. Διότι με βάση όλα αυτά θα διατελέσει τα καθήκοντα του και ενώπιον αυτών, όχι ενώπιον του θεού στον οποίον πιστεύει. Ο θεός του, τι σχέση έχει με την εκπροσώπηση των συμφερόντων του Ελληνικού Έθνους; Η κρατική εξουσία είναι ανθρώπινο δημιούργημα, και όχι πνευματικό. Διέπεται από κανόνες λογικής, εναρμόνισης με το σύνταγμα και τη δημοκρατία. Ο βουλευτής μπορεί μέσα στη συνείδηση του να έχει την ελευθερία να πιστεύει όπου επιθυμεί. Όμως, η ανάληψη βουλευτικών καθηκόντων, αφορά δεσμεύσεις προς άλλες αξίες, καθαρά κοσμικές. Τα ίδια πρέπει να ισχύουν και για την όρκιση του ΠτΔ, με υποχρέωση και μόνο να δίδει κοσμικό όρκο και όχι θρησκευτικό.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων και εφόσον όλοι οι Έλληνες πολίτες είναι ίσοι κατά το αρ.4, η απαγόρευση του θρησκευτικού όρκου θα πρέπει να ισχύσει και για κάθε άλλο θρήσκευμα πχ Μουσουλμάνους, αναφορικά με τους οποίους, κρίνω εξευτελιστικό για την ελληνική πολιτεία να έχει επιτρέψει τη δυνατότητα υπαγωγής για ζητήματα Οικογενειακού και Κληρονομικού Δικαίου στο Δίκαιο της Σαρία (Ισλαμικός Νόμος) για τα μέλη της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Πέρα από το ότι πλήττεται το κοσμικό κράτος και η αρχή του «όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου», αποτελεί και ένα σοβαρό πλήγμα για τα δικαιώματα της γυναίκας, η θέση της οποίας υποβαθμίζεται από το ισλαμικό δόγμα, καθώς αντιμετωπίζεται ως κατώτερη από τον άνδρα! Αν και εφόσον επιτευχθούν, οι ανωτέρω συνταγματικές μεταρρυθμίσεις σε βάθος χρόνου, θα μπορούμε να μιλάμε επιτέλους για ένα συνταγματικά έστω κοσμικό κράτος.

Εντούτοις, η μεγαλύτερη πρόκληση, θα είναι ο de facto διαχωρισμός, δηλαδή η Εκκλησία της Ελλάδος, να παύσει να είναι Ν.Π.Δ.Δ. Με την τρέχουσα νομική της προσωπικότητα, οι ιερείς της, θεωρούνται θρησκευτικοί μεν λειτουργοί και όχι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά παρόλα αυτά πληρώνονται από το Δημόσιο, ενώ τα όργανα της Εκκλησίας θεωρείται ότι εκδίδουν διοικητικές πράξεις. Νομίζω ότι από αυτό και μόνο, καταδεικνύεται πόσο έχει υποφέρει το Ελληνικό Δημόσιο από τη στελέχωση εντός του ενός Ν.Π.Δ.Δ., που κυριολεκτικά δεν του αποφέρει τίποτα! Το ελληνικό δημόσιο ξοδεύει πόρους για να πληρώσει θρησκευτικούς λειτουργούς, αντί για να επενδύσει στην υγεία, την εκπαίδευση και την εθνική άμυνα, και την ίδια στιγμή δεν του επιστρέφεται πίσω τίποτα, καθώς είναι πάσι γνωστό ότι οι φόροι που επιβάλλονται στην Εκκλησία είναι χαμηλότατοι, μπροστά στην αμύθητη ακίνητη περιουσία που διαθέτει, καθώς και στα έσοδα που έχει από τις διάφορες θρησκευτικές λειτουργίες. Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, είναι η εκκλησία να καταστεί Ν.Π.Ι.Δ. Ας αναλάβει η ίδια να καταβάλλει τα έξοδα της, και ας φορολογείται όπως όλα τα Ν.Π.Ι.Δ. Προτιμώ προσωπικά να τη δω ως επιχείρηση (εξάλλου και σήμερα αρκετές πλευρές των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων παρουσιάζουν επιχειρηματικό χαρακτήρα , και μάλιστα ιδιαίτερα κερδοφόρο), παρά να εκμεταλλεύεται οικονομικά το ελληνικό δημόσιο.


Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και ορθολογιστές. Η προσωπική πίστη είναι σεβαστή και άξια προστασίας. Το ότι είναι άξια προστασίας, δεν σημαίνει ότι πρέπει ένα κράτος να ρυθμίζει την πολιτική του βάσει αυτής. Και το ότι το 75% των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι, δεν παίζει καμία απολύτως σημασία. Αλίμονο, αν το κράτος καθόριζε πάντα, κάθε πτυχή και δράση του με βάση αυτό που θέλει η πλειοψηφία. Αυτό, δεν είναι δημοκρατία, αλλά οχλοκρατία. Υπεράνω θρησκειών, και λαϊκών αξιών, είναι το σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτά τα δύο, πρέπει να είναι υπόλογη η πολιτική και όχι στα θρησκεύματα. Μένει ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας, να αντιληφθεί ότι πρέπει πλέον να γίνει πράξη ο διαχωρισμός.

*Ο Άρης Σηφάκης, γεννήθηκε το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Μιλάει δύο ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γερμανικά) και έχει συμμετάσχει σε διαφορά επιστημονικά συνέδρια και προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών. Επίσης, έχει παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικής, ενώ η αρθρογραφία είναι μια νέα ασχολία για αυτόν. Οι τομείς που τον ενδιαφέρουν είναι πολιτικά, διεθνή και νομικά ζητήματα. Ως μελλοντικός δικηγόρος, σκοπεύει να ασχοληθεί με τον κλάδο του εμπορικού και αστικού δικαίου.

Σχόλια